Πέμπτη 14 Μαρτίου 2019

ΣΠΑΘΙ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ

                                             Σπαθί Τριαντάφυλλο

Θα πάρω ποιήματα να τα κάνω εικόνες.
Ξέρω πως αυτό θα μείνει στους αιώνες,
τις εικόνες θα τις κάνω τραγούδια.
Δεν είμαι εγώ για αγάπες και λουλούδια.
Γραφώ απόψε μια ρίμα ερωτική
να την ακούς όταν πλέον δεν θα είμαι εκεί.
Να με κοιτάς στα μάτια, να λέω σε αγαπώ,
θέλω στην ζωή μου να μείνεις πάντα εδώ...
Το αίμα κυλά πορφυρό, κόκκινο βαθύ
από ένα τριαντάφυλλο σπαθί,
που με βοή χιμάει στις λέξεις
κι αναστατώνει, τρυπάει τις σκέψεις.
Λέγοντας παράπονα για ένα φίλο,
βρίζοντας κι αποκαλώντας με σκύλο.
Σπαθί τριαντάφυλλο με αγκάθια μπλε
με καλεί και μου λέει αγάπα με,
με τα μπλε αγκάθια, του ουρανού πετράδια,
της άυλης σιωπής σμαράγδια.
Δεν θέλω να χαθώ ξαφνικά στην άβυσσο,
θέλω να ανεβώ επάνω στον παράδεισο.
Κι όταν ανεβώ θα ακουστεί μια αγγελική φωνή,
όπου κοντά σου να βρεθώ θα με ωθεί.
Με ξυπνά από του ύπνου τον εφιάλτη μια κραυγή,
με προειδοποιεί για την αυγή,
με προτρέπει να τραπώ σε φυγή.
Μα δεν θα φύγω, δεν θα τρομάξω,
σε αγαπώ με όλο το είναι μου θα φωνάξω.
Ένα σπαθί τριαντάφυλλο αν βρω θα στο χαρίσω
και μ' αίμα από τις φλέβες μου θα το ποτίσω.
Να πεταλουδίσει η σκέψη μου, μα μην μου την πειράξεις,
εσύ με διαμαντένια δάκρυα επάνω της να χαράξεις.
Πόσο πολύ σε αγάπησα γιατί με αγάπησες,
να μην νομίζεις πως άδικα τα χρόνια δίπλα μου χαράμισες.
Εσύ το αγκάθι που τρυπά την ατσάλινη καρδιά μου,
που για ένα ακόμα βράδυ λείπεις από την αγκαλιά μου.
Ένα σπαθί τριαντάφυλλο άμα βρω θα σου το δώσω,
μα μην μου ζητάς μες στην σιωπή την αγάπη να προδώσω.
Τον μισώ αυτόν τον κόσμο των πειραγμένων ψύχων,
που ανεβαίνουν από τον Άδη την εβδομάδα των Παθών.
Κυλάει η νύχτα αργά, κυλάει σαν αράχνη,
οι δρόμοι στρωμένοι με του χιονιού την πάχνη.
Και η μέρα φορεί νυφικό με πέπλο ομίχλη αχνή,
προχωράει γοργά, μπροστά η ζωή αραχτή.
Όνειρα περασμένων εποχών τα θρυμματίζει
κι από την αρχή ξανά τα σχηματίζει.
Η ώρα κυλάει αργά, δεν λέει να ξημερώσει
ενώ εγώ περιμένω η καρδιά μου να ματώσει.
Ένα τριαντάφυλλο σπαθί μαραμένο στο χέρι το κρατώ,
το δίνω της μοίρας μου και την χειροκροτώ.
Μήπως και παύσει να μου παίζει παιχνίδια,
Μα όχι τώρα γελά και με χτυπά κατάματα η ιδία.
Χτυπά εκεί βαθειά όπου περισσότερο πονάω,
με λέει κακιά κι ότι δεν ξέρω να αγαπάω.
Σπαθί τριαντάφυλλο γαλάζιο, βγαλμένο από την θάλασσα,
το φύτεψε στον κήπο της η ζωή μου και το χάλασα.
Γιατί ήταν μαύρο κι ήθελε να με ρίξει σε έναν άγριο χορό
μέσα στο απόλυτο τίποτα, στο απόλυτο κενό.
Μου τρυπάει τις φλέβες ένα τριαντάφυλλο σπαθί
και τρέχει το αίμα, κυλά στην γη να χαθεί.
Ρέει και σχηματίζει λουλούδι, κόκκινο ανθισμένο
με θάνατο, αλκοόλ και με αίμα ποτισμένο.
Απλώνει η νύχτα το μαύρο της πέπλο με τα σβαρόφσκι
κι ο παππούς μου ακούει Τσαϊκόφσκι.
Δημιούργημα φαντασίας, φάντασμα ένα σπαθί τριαντάφυλλο.